- προελθών
- προελθών s. προέρχομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
προελθών — προέρχομαι go forward aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν … Dictionary of Greek
PROCRUSTES — latro insignis in Attica regione ad Cephisum fluv. habitans, qui cogebat hospites super lectum aliquem ascendere, quô si longiores tuissent, pars supereminens amputabatur: qui vero breviores, distendebantur; a qua re etiam nomen illi inditum… … Hofmann J. Lexicon universale
κήρυγμα — το (ΑΜ κήρυγμα, ύγματος) [κηρύσσω] 1. αυτό που αναγγέλλει ο κήρυκας, προκήρυξη, ανακοίνωση, γνωστοποίηση («προελθὼν ὁ κήρυξ... ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα», Αισχίν.) 2. προφορική ή γραπτή διδασκαλία, προτροπή σε κάτι (α. «άρχισε πάλι να μού… … Dictionary of Greek
БОГ — [греч. θεός; лат. deus; слав. родствен древнеинд. господин, раздаятель, наделяет, делит, древнеперсид. господин, название божества; одно из производных общеслав. богатый]. Понятие о Боге неразрывно связано с понятием Откровения. Предметом… … Православная энциклопедия